- ἴσαμι
- ἴσᾱμι , οἶδαseepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίσαμι — ἴσαμι (Α) (δωρ. τ. τού εἴδω αντί ἴσημι) γνωρίζω («μάλα τοῡτο γ ἴσαμι», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek